πλέκτρα

πλέκτρα
πλέκ-τρα, τά,
A wicker-work, Michel832.47 (Samos, iv B. C.).
II π., , prob. f.l. for ἐμπλέκτρια in Hsch. s.v. κομμώ<τ>ρια.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλέκτρα — τὰ, Α πλέγμα από ευλύγιστα κλαριά, καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα τρα (πρβλ. ψυκ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • πλέκτης — ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ν τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδών μσν. πλέγμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα της / τρα και τρια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”